- σκυβαλισμόν
- σκυβαλισμόςcontemptuous rejectionmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκυβαλισμός — ὁ, Α [σκυβαλίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκυβαλίζω, υβριστική συμπεριφορά, απόρριψη με περιφρόνηση («προφανὲς ἦν ὅτι διὰ τὸν σκυβαλισμὸν τοῡτον oἱ μὲν τοῡ βασιλέως σύμμαχοι ταπεινωθήσονται πάντες», Ησύχ.) … Dictionary of Greek